αζωθαιμικός

αζωθαιμικός
-ή, ό
1. ο σχετικός με την αζωθαιμία
2. (για πρόσωπα) αυτός που πάσχει από αζωθαιμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. αζωθαιμία, πρβλ. αγγλ. azotemic].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”